Για πρώτη φορά τη γνώρισα πριν από μισό αιώνα.
Λίγο πικραμένη από τη ζωή μα πάντα συνετή και υπερήφανη.
Κάποιοι τότε, επέμεναν να τη φωνάζω ‘μαμά’.
Την ξαναβρήκα κι αργότερα.
Σαν αδερφή μου, ζωηρή και ατίθαση.
Μετά την αντίκρυσα στην φιγούρα της γιαγιάς,
σοφή και εξ αυτού, υπομονετική.
Λίγο αργότερα, στην μορφή της πρώτης μου δασκάλας,
ενθαρρυντική και καλοσυνάτη.
Κι ύστερα… ύστερα….
Ποτέ δεν σταμάτησα να την συναντώ.
Ούτε να την παρατηρώ και να την θαυμάζω.
Ενώ προσπαθούσε να σταθεί ισόρροπα σε έναν κόσμο αντρών,
ενώ γέμιζε με αφηρημένο βλέμμα το καρότσι στη λαϊκή της γειτονιάς,
ενώ αγωνιζόταν να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, τη θηλυκότητά της,
το όνειρό της ζωντανό και την φλόγα της αναμμένη.
Ενώ μου χάριζε το πρώτο χάδι, την πρώτη τρυφερή ματιά,
τον πρώτο, τον αμφίβολο μα και τον παντοτινό έρωτα.
Την είδα ακόμη, να πονά, να αγριεύει, να σκληραίνει.
Κάποιες φορές να κακιώνει, να εκδικείται κι άλλες να λυγίζει.
Να προκαλεί, να απαιτεί, να παρακαλά, να συμβιβάζεται.
Να κρατά το σπιτικό της όρθιο αλλά και την ψυχή της ακέραιη.
Κάποιες φορές την έχασα.
Στην καταχνιά τη δική μου ή και της ίδιας της ζωής.
Όμως την ξαναβρήκα﮲ και την καμάρωσα, πάλι και πάλι.
Στη μάνα του παιδιού μου.
Στο νάζι της κόρης μου.
Σε εκείνη που αγωνίζεται.
Σε εκείνη που όχι.
Στην αφοσιωμένη ερωμένη.
Στη γλυκιά αγαπημένη.
Στη Γυναίκα!
Ilias Bountouris
* Για την ”Διεθνή Ημέρα Γυναίκας”