Όπως μας διηγούνται οι παλιοί, το παιχνίδι του χαρταετού προσέφερε διασκέδαση στα παιδιά όχι μόνο την Καθαρή Δευτέρα, μα και όποιες άλλες ημέρες ο καιρός και οι ασχολίες το επέτρεπαν ή και το επέβαλλαν.
Γι’ αυτό κι ο ουρανός «άνθιζε» με τις πρώτες λιακάδες της άνοιξης και σίγουρα ήταν η αγαπημένη ασχολία της κάθε Κυριακής.
Και το καλοκαίρι όμως, είτε στις σύντομες εκδρομές του αστού είτε στις ασχολίες του γεωργού, όπως το θέρος ή το αλώνισμα, τα παιδιά αμολούσαν τους χαρταετούς από ταράτσες, χωράφια και πλαγιές.
Αυτό έκαναν οι Ελλαδίτες με τον «Αετό», τα «Άστρα», την «Ψαλίδα», τους «Μύλους», οι Σμυρνιοί με τα «Τσερκένια», οι Πόντιοι με τα «Πουλιά», οι Θρακιώτες με τα «πετάκια», οι Κωνσταντινουπολίτες με τους «Ουτσουρμάδες» και οι επτανήσιοι με τον «Φύσουνα».
Αυτό γίνεται μέχρι και σήμερα και χωρίς χρονικό περιορισμό από τους Άγγλους και τους Αμερικάνους που αμολούν τους «Kites» (άγρια πουλιά), από τους Γάλλους με τους «Cerfs volants» (πετούμενα ελάφια), από τους Γερμανούς με τους «Drachen» (Δράκοντες), από τους Ιταλούς με τους «Aquiloni» (αετοί), από τους Ισπανούς με τους «Cometas» (Κομήτες) και βέβαια, από αρκετούς λαούς της Άπω Ανατολής, που έχουν προσδώσει στο πέταγμα του αετού μία άλλη, θρησκευτική, σχεδόν μαγική ιδιότητα.
Σε εκείνους αποδίδεται και η πατρότητα του χαρταετού, αφού εκεί εφευρέθηκε και το χαρτί, γύρω στο 100 μ. Χ.. Στη νεότερη Ελλάδα ήρθε αρκετά μετά την απελευθέρωση του 1821, ενώ κυριάρχησε μετά και τη μικρασιατική καταστροφή, όταν Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες διέδωσαν τις δικές τους τεχνικές.
Από τότε, σαν γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνημα ο χαρταετός, απαιτούσε στην κατασκευή του την φαντασία και την αγάπη του παιδιού-τεχνίτη. Έπρεπε να δοθεί μεγάλη προσοχή στα ανάλαφρα ξυσμένα καλάμια
που θα αποτελούσαν τον σκελετό καθώς και στην εξάγωνη συμμετρία. Επίσης πάσχιζαν το χαρτί να έχει πρωτότυπα, χαρούμενα χρώματα. Η ουρά όμως ήταν αυτή που συνιστούσε γιορτή για τον μικρό κατασκευαστή, που όμως έπρεπε να είναι στα χρώματα ταιριαστή και στο πάχος συμμετρική.
Στην συνέχεια φρόντιζαν για τα πλαϊνά σκουλαρίκια όπως και για τις «νταντέλες» στις πλευρές της εξάγωνης κατασκευής και τα στολίδια από χαρτί στα ζύγια.
Ψαλίδιζαν εικόνες από χαρτί και τις κολλούσαν στην πλάτη του αετού, καράβια, φουστανέλες, ήλιοι, φεγγάρια κι εκκλησίες, έδιναν το δικό τους στίγμα στον κάθε χαρταετό.
Η πιο συνηθισμένη εικόνα ήταν αυτή της ελληνικής σημαίας που, κυρίως στις αλύτρωτες πολιτείες, προσέδιδε έναν επιπλέον χαρακτήρα πατριωτισμού κι εθνισμού, μια, έστω πρόσκαιρη, ουράνια επικράτηση του ελληνισμού…
Όπως και να έχει, το πέταγμα του χαρταετού, αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για παιχνίδι, συναγωνισμό και για παραδοχή του μεγαλείου της φύσης.
Άλλωστε, όπως πολύ όμορφα έγραφε και ο μεγάλος λαογράφος Δημ. Σ. Λουκάτος,
«όποιος δεν έπαιξε με χαρταετό,
δεν κοίταξε ποτέ του όσο χρειάζεται ψηλά»…
* Άρθρο του Ηλία Μπουντούρη σε ελληνικό ειδησεογραφικό διαδικτυακό Blog