Ντρέπονται οι Έλληνες.
Όχι τόσο οι νέοι﮲ όχι ακόμη. Οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι.
Ντρέπονται που οι γονείς τους ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι ή τεχνίτες.
Ντρέπονται που οι παππούδες ήταν φτωχοί, κατσιρματζήδες ή και ζωοκλέφτες.
Που όργωναν, έσπερναν, θέριζαν. Που τρυγούσαν ή μάζευαν ελιές.
Που έραβαν τα ρούχα στον αργαλειό ή κουβαλούσαν το νερό από το πηγάδι.
Ντρέπονται οι Έλληνες.
Που το πατρικό τους δεν είχε ηλεκτρισμό, εσωτερική τουαλέτα,
ή άσφαλτο μέχρι την πόρτα.
Που μιλούσαν με ιδιαίτερη προφορά ή με ντοπιολαλιά.
Που προέρχονται από κάποιο χωριό και δεν έλκουν αστική καταγωγή.
Που τους ξεγέννησε μαμή ή τους πάντρεψε προξενήτρα.
Που κατέληξαν στα καράβια, σε κάποιο εργοστάσιο ή σε δουλειές του ποδαριού.
Που δεν έτυχε στην οικογένεια κανείς, μπας και ξέπλενε τόσες ντροπές,
ένας δάσκαλος, ένας δικαστικός, ένας διπλωμάτης.
Ντρέπονται οι Έλληνες.
Και θεωρούν πως ωφελεί να αγνοούν την κάθε πολιτισμική συνθήκη.
Και θεωρούν πως έχουν υποχρέωση, να αμφισβητούν την ιστορική τους εξέλιξη.
Και θεωρούν πως έχουν δικαίωμα, να κρίνουν τις επιλογές των προγόνων.
Και ξεχνούν﮲ πως το ίδιο δικαίωμα, θα επικαλεστούν και οι νεότεροι.
* Άρθρο του Ηλία Μπουντούρη στη “National Herald” (Εθνικός Κήρυξ),
ελληνική εφημερίδα που εκδίδεται στη Νέα Υόρκη