Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, σε πολλά μέρη της νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας τα Κάλαντα των Χριστουγέννων δεν τα έλεγαν το πρωί της παραμονής αλλά από τη δύση του ήλιου κι έπειτα.
Πολλές φορές μάλιστα, μικροί μεγάλοι γύριζαν στα σπίτια όλη τη νύκτα, αφού άλλωστε κανόνιζαν να ξημερωθούν όλοι μαζί στο σπίτι του παπά, ώστε να τον ξυπνήσουν για να αρχίσει τη λειτουργία, νωρίτερα αυτήν την ημέρα.
Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Αν και πριν από το 1833, κανείς στην Ελλάδα δεν γνώριζε το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο, (αφού πρωτοστήθηκε στα ανάκτορα του Όθωνα από τους Βαυαρούς, πρώτα στο Ναύπλιο κι έπειτα στην Αθήνα), εν τούτοις η χρησιμοποίηση πράσινων φυτών τις ημέρες αυτές, συνηθιζόταν και παλιότερα -ιδιαίτερα την Πρωτοχρονιά- στις Καλένδες από τους Ρωμαίους, που κρεμούσαν στις πόρτες και στα παράθυρα δάφνες, μυρτιές και άλλες πρασινάδες (όπως έκαναν κι οι αρχαίοι Έλληνες σε δικές τους γιορτές) και το σπουδαιότερο, έβαζαν μέσα στα κλαριά γιορταστικά φαναράκια.
Το έθιμο το συνέχισαν και στα βυζαντινά – ελληνικά χρόνια, αφού γνωρίζουμε πως ο κόσμος τότε, το χάραμα της πρωτοχρονιάς, στόλιζε τα σπίτια και τα μαγαζιά του με στεφάνια ή κλαδιά από δάφνες ή ελιά.
Το Χριστουγεννιάτικο Τραπέζι
Η βρώση της ψητής ή βραστής γαλοπούλας, είναι μία νεότερη συνήθεια που ήρθε στην Ευρώπη από το Μεξικό, μετά το 1524. Στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια, έμπαινε στο τραπέζι των πλουσιότερων τάξεων, που διατηρούσαν στα κτήματά τους εκτροφεία με …γυναίκες γαλοβοσκούδες, καθώς αποτελούσε επίσης ένα καλό γεύμα σε συμπόσια και γιορτές.
Ο λαός, πέρναγε τα Χριστούγεννα με βραστή όρνιθα και πετεινό (καπόνι). Μόνο σε περίπτωση αρραβώνα τις μέρες αυτές, στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς, συνήθιζαν να σφάζουν γαλόπουλο.
Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο πάντως, στα Χριστουγεννιάτικα τραπέζια, τιμούσαν -και τιμούν ακόμη- τον χοίρο, μιας και το θερμαντικό κρέας του όπως και το λίπος του, επαρκούσε για όλες τις γιορτές.
Το Βάπτισμα της Φωτιάς
Την παραμονή των Χριστουγέννων γινόταν το «Βάπτισμα της Φωτιάς».
Άναβαν φωτιά (που δεν έπρεπε να σβήσει για 12 μέρες) από 3 διαφορετικά ξύλα: Ελιά για τη σοδειά του λαδιού, Αμπέλι για του κρασιού και Σχίνο για τα ..δαιμονικά. Επάνω από αυτήν τη φωτιά, όλα τα μέλη της οικογένειας κρατούσαν την Χριστουγεννιάτικη Κουλούρα, ενώ ο πατέρας (σε άλλες περιοχές η μητέρα) έπαιρνε κρασί και λάδι (καλλίτερα της παραγωγής τους) και τα έχυνε σταυροειδώς, μέσω της Κουλούρας προς τη φωτιά, ψέλνοντας.
«Έσπαγαν» ύστερα την Κουλούρα και όποιος έβρισκε το νόμισμα που κρυβόταν σ αυτήν, θεωρείτο ο Τυχερός της χρονιάς. (Δημ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Εκδ. Φιλιππότη 1979)
Οι Καλλικάτζαροι
Τα παλιότερα χρόνια σε όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως στα χωριά, υπήρχε τις ημέρες αυτές ο φόβος των Καλλικάτζαρων, οι οποίοι έπρεπε οπωσδήποτε να μείνουν έξω από το σπίτι.
Έλεγαν μάλιστα πως τα δαιμόνια αυτά, θα προσπαθούσαν να εισβάλουν πάση θυσία την παραμονή των Χριστουγέννων!
Στα Επτάνησα σύμφωνα με μαρτυρίες, διπλοκλείδωναν και όλα τα πορτοπαράθυρα. Όμως έμενε ο «φουγάρος» (καπνοδόχος). Τα «Παγανά» (καλλικάτζαροι) θα μπορούσαν να κατέβουν από εκεί, πόσω μάλλον που τα προσελκύει η ζέστη της «γωνιάς» (η εστία). Έτσι λοιπόν η νοικοκυρά, κάθε Χριστούγεννα, τοποθετούσε στο άνοιγμα της καπνοδόχου μια… «κρισάρα» (κόσκινο). Λένε πως τα «Παγανά» χασομερούσαν με το να μετράνε τις τρύπες του Κόσκινου, μπερδεύονταν κιόλας, άσε που δεν τολμούσαν και να πουν τη λέξη «τρία» κι έτσι έχαναν την ώρα τους, ώσπου ξημέρωνε..
Οι Καλλικάτζαροι, προτιμούσαν να κάνουν τα χουνέρια τους σε γυναίκες..
Σε ένα περιστατικό που αναφέρεται από τον μεγάλο λαογράφο Ν. Γ. Πολίτη, όταν δύο γριές νύχτωσαν ενώ πήγαιναν στη βρύση για νερό, συνάντησαν κατά την επιστροφή τους μια παρέα από Καλλικατζαραίους, που τις παρέσυραν με το ζόρι σε κοντινό αλώνι, για χορό.. Εκείνες όμως πονηρές, γδύθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν μαζί τους..! Τρόμαξαν τότε οι Καλλικάτζαροι και τις άφησαν ελεύθερες..
Για πολλούς δε αιώνες, σε όλον σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο, μικροί μεγάλοι πίστευαν πως οι Καλλικάτζαροι κατάφερναν κι έμπαιναν τις νύχτες των εορτών στα σπιτικά, έχοντας μια μανία: να …κατουρήσουν ακατάπαυστα τη στάχτη στο τζάκι!
Ήταν τόσο σίγουροι, που οι νοικοκυρές δεν φύλαγαν τη στάχτη αυτών των ημερών για αλισίβα, για μπουγάδα ή για την καθημερινή λάτρα (το μοναδικό καθαριστικό ως πρόσφατα ήταν το νερό ανακατεμένο με στάχτη), καθώς τη θεωρούσαν «μαγαρισμένη». Την πέταγαν μάλιστα στα χωράφια, γιατί πίστευαν πως η σπιρτάδα που είχε αποκτήσει, σκότωνε όλα τα ζουζούνια που πήγαιναν στα δέντρα και προφύλασσε τα φυτά από αρρώστιες και από …μάτιασμα!
Βεβαίως οι Καλλικάτζαροι μπαίνοντας στο σπίτι, δεν ξεχνούσαν να χύσουν το φρέσκο γάλα ή να ανακατέψουν τις κλωστές της γιαγιάς..
(Στρατής Μολίνος, ”Οι Καλλικάτζαροι”, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1996)
Και βέβαια, κατά το δωδεκαήμερο των εορτών, (Αθ.Μπούτουρα : Περί Δωδεκαημέρου, περιοδικό Χαραυγή 15/1/1914) «οι άνθρωποι πρέπει να είναι εγκρατείς και να τιμούν την οικογενειακή εστία.
Λένε πως, αν αυτές τις μέρες οι άντρες το σκάσουν από το σπίτι, τούτο το ξεπόρτισμα θα το πληρώσουν ακριβά, γιατί θα τους συναντήσουν οι Καλλικάτζαροι και θα τους παιδέψουν αλύπητα μέχρι να τους ξαναφέρουν πίσω στην σπιτική γαλήνη…»
* Απόσπασμα από άρθρο του Ηλία Μπουντούρη, στο «ΒΗΜΑ» της Κυριακής
(Το ζωγραφικό έργο είναι τα “Κάλαντα” του Νικηφόρου Λύτρα (1872), συλλογή Ι. Σερπιέρη)