Τροία…
Αμέσως μετά τον δεκαετή πόλεμο.
Αμέσως μετά από τη «νίκη» των Ελλήνων.
Τραγικές φιγούρες ανάμεσα στα αποκαΐδια, οι Τρωάδες – οι γυναίκες της πόλης που ορίζουν και το ανθρώπινο πρόσωπο του εχθρού. Και που έχουν να διαχειριστούν, από τη μία τον πρόσφατο θάνατο των αντρών τους (συζύγων, παιδιών, πατεράδων) και από την άλλη το δικό τους αβέβαιο μέλλον· αφού, ως …οφείλουν έπειτα από τις αποφάσεις των νικητών, άλλες θα γίνουν παλλακίδες Ελλήνων βασιλιάδων και άλλες θα θανατωθούν.
Χωρίς καν να αναφέρουμε τι περιμένει την Ελένη.
Είναι να απορεί κανείς που, με τέτοιου επιπέδου τραγικό έργο όπως οι «Τρωάδες», ο Ευριπίδης δεν κατάφερε να κερδίσει την 1η θέση στα Μεγάλα Διονύσια, το 415 π.Χ., μα στριμώχτηκε στην 2η· και μάλιστα από έναν αντίπαλο χαμηλότερης κατηγορίας, όπως ο Ξενοκλής. Ή, ίσως, αυτό και να συνέβη επειδή ο ποιητής στηλίτευε την ζωώδη βία που, σχεδόν πάντα, επιδεικνύει ο κάθε νικητής απέναντι στον ηττημένο, δίχως να μπορεί να τιθασεύσει την εφήμερη και απατηλή αίσθηση παντοδυναμίας.
Σε κάθε περίπτωση, εχθές στην Επίδαυρο, ο σκηνοθέτης, Χρίστος Σουγάρης και η σπουδαία ομάδα του κατάφεραν -έπειτα και από κάποιες πρόσφατες, ατυχείς παραστάσεις- να αποκατασταθεί η θέση του αρχαίου αργολικού θεάτρου στην καρδιά μας. Κατάφεραν επίσης, να αποχωρήσουμε από την παράσταση έχοντας επανεκτιμήσει την ύψιστη αξία: αυτήν τού να παραμένουμε άνθρωποι.